ἀντιτάσσομαι

ἀντιτάσσομαι
ἀντιτάσσω
set opposite to
pres ind mp 1st sg
ἀντιτάσσω
set opposite to
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιτάσσομαι — αντιτάσσομαι, αντιτάχθηκα και αντιτάχτηκα βλ. πίν. 28 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… …   Dictionary of Greek

  • αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… …   Dictionary of Greek

  • αντιδιατάσσομαι — ἀντιδιατάσσομαι (Α) αντιτάσσομαι, αντιπαρατίθεμαι …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρατάσσω — (AM ἀντιπαρατάσσω κ. ττω) 1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου 2. ( ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • εναπερείδω — ἐναπερείδω (Α) Ι. ενεργ. 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. θέτω τη σφραγίδα μου, αφήνω τα ίχνη μου ΙΙ. μέσ. ἐναπερείδομαι 1. στερεώνω, μπήγω 2. βρίσκω έρεισμα, στήριγμα, ακουμπώ κάπου 3. προσηλώνω την προσοχή μου κάπου 4. παλεύω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • καταπροσωπίζω — (Μ) αντιμετωπίζω εχθρικά, αντιτάσσομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καταπρόσωπον + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • προσαπαντώ — άω, Α 1. έρχομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον 2. (για χειρουργικό εργαλείο) φτάνω 3. μτφ. αντιτάσσομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπαντῶ «αναζητώ, συναντώ, αντιμετωπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”